ἐλαττωμένων

ἐλαττωμένων
ἐλασσόω
make less
pres part mp fem gen pl (attic doric aeolic)
ἐλασσόω
make less
pres part mp masc/neut gen pl (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωοθηκικός — ή, ό, Ν [ωοθήκη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωοθήκη 2. φρ. α) «ωοθηκική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αρτηρίας β) «ωοθηκικός βόθρος» ανατ. κατάδυση τού περιτοναίου, όπου βρίσκονται οι ωοθήκες γ) «ωοθηκική ανεπάρκεια» ιατρ. έκκριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”